ἀργέτι

ἀργέτι
ἀργέτι, [full] ἀργέτα,
A v. ἀργής:—nom. [full] ἀργέτις, , = ἀργήεσσα, Ἠώς Nonn.D.16.124; voc.

ἀργέτι AP5.253

(Paul. Sil.):—also nom. [full] ἀργέτᾰ Μήνη Max.587
; ἀργέται ἵπποι Orac. ap. Phleg.Mir.3.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀργέτι — ἀργής bright masc dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αργής — ἀργής ( ῆτος), ο, η (Α) 1. (κυρίως για αστραπή) λαμπρός, αστραφτερός 2. (κυρίως για λίπος και για ρούχα) γυαλιστερός, στιλπνός ή λευκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αργ τού αργός (Ι) + επίθημα * ēt , με εκτεταμένο e αβέβαιης προέλευσης. Το επίθημα αυτό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”